Κυριακή 23 Μαΐου 2021

Βούτυρο ή μαργαρίνη, ποιό είναι καλύτερο;

Πολλά έχουν γραφτεί κι ακουστεί για τα δυο αυτά τρόφιμα, η αντιπαράθεση ξεκινά αρκετά χρόνια πίσω και φτάνει στις μέρες μας. Και τα δυο αυτά τρόφιμα έχουν θετικά κι αρνητικά οπότε δεν είναι εύκολο να απαντήσει κανείς μονολεκτικά ποιό είναι το πιο υγιεινό.

Τί είναι το βούτυρο κι η μαργαρίνη

Ανήκουν και τα δυο στην κατηγορία των λιπαρών τροφίμων. Το βούτυρο είναι ένα φυσικό προϊόν που παράγεται απο την ανάδευση του γάλακτος. Αντίθετα, η μαργαρίνη είναι ένα τεχνητό προϊόν που έχει παραχθεί με τρόπο ώστε να μιμείται το βούτυρο σε υφή και γεύση. Αυτό συνέβη αρκετά χρόνια πριν, όταν μέσα απο κάποιες μελέτες φάνηκε ότι το βούτυρο μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα υγείας οπότε και αναπτύχθηκε ένα νέο προϊόν, προς αντικατάσταση του βουτύρου.

Ένα άλλο όμοιο χαρακτηριστικό είναι το ότι και τα δυο τρόφιμα αποδίδουν τις ίδιες θερμίδες, δηλαδή 45 θερμίδες περίπου ανά κουταλάκι.

Βούτυρο (οφέλη-κίνδυνοι)

Η σύσταση του βουτύρου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό απο τη διατροφή των ζώων απο τα οποία προήλθε. Έτσι, εάν το βούτυρο έχει παραχθεί απο αγελάδες ή πρόβατα που βόσκουν ελεύθερα σε λιβάδια με γρασίδι είναι πιο υγιεινό και περιέχει περισσότερα ωφέλιμα θρεπτικά συστατικά. 

Οφέλη

Είναι πλούσιο σε βιταμίνη Α και D ενώ περιέχει συζευγμένο λινελαϊκό οξύ (ένα απαραίτητο λιπαρό οξύ με πολλά οφέλη στην υγεία), ω3 λιπαρά και βουτυρικό οξύ. To βούτυρο περιέχει επίσης βιταμίνη Κ, η οποία συμβάλλει στην προστασία απο την οστεοπόρωση, τα καρδιαγγειακά και μειώνει τις πιθανότητες εμφάνιση κάποιων μορφών καρκίνου.

Κίνδυνοι 

Το βούτυρο είναι πλούσιο σε κορεσμένα λιπαρά, η μεγάλη κατανάλωση των οποίων έχει φανεί σε πολλές μελέτες να αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου, αυτοάνοσων νοσημάτων, καρδιαγγειακών κι άλλων παθήσεων. Πρόσφατες μελέτες πάντως αμφισβητούν την επίδραση των κορεσμένων λιπαρών στην υγεία των αγγείων, οπότε χρειάζεται περαιτέρω έρευνα στον τομέα αυτό. Επίσης, το βούτυρο περιέχει σημαντικές ποσότητες χοληστερόλης.

Μαργαρίνη (οφέλη-κίνδυνοι)

Οφέλη

Είναι πλούσια σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα. Η μαργαρίνη συνήθως παρασκευάζεται απο μίγμα αυτών των λιπαρών οξέων, οπότε η σύσταση της επηρεάζεται σημαντικά απο την επιλογή του φυτού απο το οποίο θα προέλθει. Τα πολυακόρεστα λιπαρά μειώνουν την πιθανότητα εμφάνισης νοσημάτων και παθήσεων όταν αντικαθίστανται απο κορεσμένα λιπαρά οξέα.

Αρκετές μαργαρίνες του εμπορίου περιέχουν τις ευεργετικές ουσίες φυτοστερόλες και φυτοστανόλες, οι οποίες φαίνεται να μειώνουν την "κακή" χοληστερίνη (LDL).

Κίνδυνοι

Η διαδικασία παραγωγής των μαργαρινών (υδρογόνωση ώστε να προκύψει ένα μαλακό στερεό προϊόν) κρύβει τον κίνδυνο παραγωγής (ως υποπροϊοντα) των λεγόμενων trans λιπαρών οξέων, ιδιαιτέρως βλαπτικά για τον οργανισμό. Παρόλο που η βιομηχανία τροφίμων  σήμερα χρησιμοποιεί νέες μεθόδους, κάποιες μαργαρίνες ακόμα περιέχουν trans λιπαρά.

Η μαργαρίνη είναι πλούσια σε ω6 λιπαρά, τα οποία όταν λαμβάνονται σε μεγάλη ποσότητα διαταράσσουν την αναλογία ω3/ω6 λιπαρά, με αρνητικές συνέπειες στην υγεία καθώς φαίνεται ότι τα ω6 λιπαρά προάγουν τη φλεγμονή.

Τελικά ποιό είναι καλύτερο;

Και στα δυο προϊόντα υπάρχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Επιλέξτε αφού διαβάσετε καλά τα συστατικά για κάθε προϊόν που σας ενδιαφέρει.

Αυτό που εγώ χρησιμοποιώ και σας προτείνω είναι το παραδοσιακό βούτυρο, επειδή είναι  φυσικό προϊόν. Λόγω των κορεσμένων λιπαρών του συστήνεται  να καταναλώνεται σε μικρές ποσότητες και όχι συχνά.


Αθανασία Κακλαμάνου

Διατροφολόγος-Διαιτολόγος, MSc


Βιβλιογραφία

Pimpin L., et al.Is Butter Back? A Systemativ Review and Meta-Analysis of Butter Consumption and Risk of Cardiovascular Disease, Diabetes, and Total Mortality. Plos One 2016 DOI:10.1371

Gorrepati K., et al. Plant based butters . J Food Sci Technol 2015;52(7):3965-3976

Liu Q., et al. Theoretical Effects of Substituting Butter with Margarine on Risk of Cardiovascular Disease. Epidemiology 2017;28(1):145-156

Gagliardi ACM., et al. Effects of margarines and butter consumption on lipid profiles, inflammation markers and lipid transfer  to HDL particles in free-living subjects with the metabolic syndrome. Eur J Clin Nutr 2010;64(10):1141-9